Το διεθνές δίκαιο, στο επίπεδο των αρχών του και στη βάση του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, προβλέπει την απόλυτη ισότητα όλων των κρατών. Είτε πρόκειται για παγκόσμιες υπερδυνάμεις είτε για μικρά νησιωτικά κράτη, η διεθνής έννομη τάξη τα αντιμετωπίζει θεωρητικά ως ισότιμους δρώντες, με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Αυτή η τυπική ισότητα αποτελεί θεμέλιο της διεθνούς συνεργασίας και προϋπόθεση για την ειρηνική συνύπαρξη. Ωστόσο, η πράξη απέχει συχνά πολύ από τη θεωρία. Οι σχέσεις ισχύος, το γεωπολιτικό βάρος και τα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εφαρμογή και πολλές φορές την παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δομικής ανισότητας βρίσκεται στο ίδιο το κέντρο του διεθνούς συστήματος, ήτοι στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου κατέχουν το προνόμιο του δικαιώματος βέτο, ένα εργαλείο που επιτρέπει σε κάθε έναν από αυτούς να μπλοκάρει οποιαδήποτε απόφαση, ανεξαρτήτως της διεθνούς συγκυρίας ή της βαρύτητας της κρίσης που αντιμετωπίζεται. Έτσι, ακόμη και σε περιπτώσεις μαζικών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εγκλημάτων πολέμου ή απειλών κατά της παγκόσμιας ειρήνης, η διαδικασία μπορεί να οδηγηθεί σε πλήρη ακινησία, με τα παραδείγματα να είναι πολλά. Συνεπεία τούτου, υπάρχει έντονο το φαινόμενο της ατιμωρησίας, καθώς οι κατάφωρες παραβιάσεις σπάνια καταλήγουν σε ουσιαστική διεθνή αντίδραση όταν συγκρούονται με τα συμφέροντα ενός μόνιμου μέλους.
Η επιλεκτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν περιορίζεται στο θεσμικό επίπεδο των Ηνωμένων Εθνών. Στις διεθνείς σχέσεις συνολικότερα, οι ισχυρές χώρες διαθέτουν μια άτυπη ασυλία. Αντίθετα, όταν μικρά ή περιφερειακά κράτη προχωρούν σε παραβιάσεις διεθνούς δικαίου, συχνά βρίσκονται αντιμέτωπα με οικονομικές κυρώσεις, διεθνή απομόνωση ή ακόμη και στρατιωτικές επεμβάσεις. Η ανισορροπία αυτή υπονομεύει την αξιοπιστία του συστήματος και ενισχύει την αντίληψη ότι το διεθνές δίκαιο λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής παρά ως αντικειμενικός μηχανισμός δικαιοσύνης. Αυτή η διαχρονική ανισότητα έχει και βαθιές θεσμικές ρίζες. Η αρχιτεκτονική του ΟΗΕ σχεδιάστηκε με βάση έναν ιστορικό συμβιβασμό. Οι μεγάλες δυνάμεις έπρεπε να παραμείνουν εντός του θεσμικού πλαισίου, έστω κι αν αυτό σήμαινε την παραχώρηση προνομίων όπως το βέτο. Η Κοινωνία των Εθνών κατέρρευσε εν μέρει επειδή οι ισχυροί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν ή να τη στηρίξουν. Ο ΟΗΕ ιδρύθηκε ακριβώς για να αποφευχθεί μια τέτοια επανάληψη. Ωστόσο, αυτός ο συμβιβασμός θέτει σήμερα ένα θεμελιώδες ερώτημα: για πόσο ακόμη μπορεί να επιβιώσει ένα σύστημα που απαιτεί τη συνεργασία εκείνων που συχνά το υποσκάπτουν;
Η απάντηση δεν είναι απλή. Από τη μία πλευρά, χωρίς τη συμμετοχή των ισχυρών κρατών, το διεθνές σύστημα θα έχανε την αποτελεσματικότητά του και ίσως θα οδηγούνταν σε παράλυση. Από την άλλη, η συνεχής ανοχή στις παραβιάσεις τους διαβρώνει σταδιακά τη νομιμοποίηση των κανόνων και ενθαρρύνει την κυνική αντίληψη ότι «η ισχύς κάνει το δίκαιο». Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος στον οποίο ούτε ο κανόνας μπορεί να επιβληθεί χωρίς ισχύ, ούτε η ισχύς επιθυμεί πραγματικά να υποταχθεί στον κανόνα.
Αν η διεθνής κοινότητα δεν καταφέρει να περιορίσει αυτή την εγγενή ανισορροπία, το διεθνές δίκαιο κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα σύστημα άνισων υποχρεώσεων, αυστηρό για τους μικρούς, ευέλικτο για τους μεγάλους. Το μέλλον του θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα γίνει σαφές ότι η ισχύς δεν μπορεί να λειτουργεί ως άδεια παραβίασης, αλλά ως μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στη διεθνή τάξη και τη συλλογική ασφάλεια. Μόνο έτσι μπορεί να διατηρήσει το κύρος και την αποτελεσματικότητά του σε έναν κόσμο όπου η ισχύς εξακολουθεί να διαμορφώνει τα όρια του δικαίου.

